ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Ανθρωποι Δεύτερο Θέμα

Αγκαλιά με τον φόβο

lioness

Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου/ δουλειά μου ως γιατρός που φοβάμαι, τρέμω, ότι είμαι δημόσιος κίνδυνος. Τρέμω μην είμαι φορέας και δεν το ξέρω, τρέμω γιατί τα μέσα προστασίας του υγειονομικού προσωπικού είναι πενιχρά, γιατί μας δίνουν 1 χειρουργική μάσκα ανά (24ωρη) εφημερία/ (8ωρη) βάρδια. Για όσους δεν ξέρουν, υποτίθεται ότι οι χειρουργικές μάσκες έχουν 3 ώρες ζωής και λιγότερα στρώματα προστασίας από τις πιο ενισχυμένες, οι οποίες είναι κάτι σαν αστικός μύθος στο νοσοκομείο μου: κάπου υπάρχουν κλειδωμένες για έκτακτη ανάγκη, κάποιοι τις έχουν δει, αλλά η πλειοψηφία δεν ξέρει πού είναι και αν έχουμε τελικά. Δε φοβάμαι για μένα, είμαι 33 ετών χωρίς προβλήματα υγείας και υποτίθεται δεν κινδυνεύω. Για τους ασθενείς μου φοβάμαι. Και για τους συναδέλφους μου- δεν έχουμε την πολυτέλεια να αρρωστήσουμε, είμαστε πολύτιμοι και αναλώσιμοι ταυτόχρονα.

Έχω γίνει πιο self-conscious και ενοχική από ποτέ. Έχω να βγω έξω από το σπίτι πολύ νωρίτερα της επιβολής καραντίνας στον γενικό πληθυσμό, πάω μόνο στη δουλειά. Τρέμω όταν σκύβω πάνω από τον ηλικιωμένο με το εγκεφαλικό, κι ας φοράω μάσκα, φοβάμαι ότι θα γίνω η αιτία να στείλω έναν άνθρωπο στον τάφο μια ώρα αρχύτερα. Χθες συνάντησα την αδερφή μου σε ένα παγκάκι, για την ακρίβεια κάτσαμε σε δύο διαφορετικά παγκάκια, για μισή ώρα, σε άδειο πάρκο, με απόσταση άνω των 2 μέτρων, και το σκεφτόμουν για ώρες μετά, λες κι έκανα έγκλημα.

Τρέμω γιατί θα κληθώ να στελεχώσω την κλινική κορονοϊού, κι ας είμαι νευρολόγος. Φοβάμαι, όχι επειδή δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις, άλλωστε έχω κάνει παθολογία ως υποχρεωτικό κομμάτι της ειδικότητάς μου, όπως και όλος ο παθολογικός τομέας, και θα έχω καθοδήγηση από ειδικούς. Φοβάμαι γιατί η δική μου κλινική αποψιλώνεται. Τα νευρολογικά επείγοντα συνεχίζουν να συμβαίνουν, όπως και όλα τα υπόλοιπα επείγοντα, γιατί η ζωή προχωράει, συνεχίζεται, συμβαίνει. Ποιος θα κάνει εφημερίες, ποιος θα καλύψει την κλινική, πόσες μέρες συνεχόμενες θα κληθούμε να περάσουμε εκεί μέσα. Πόσο ακόμα να δώσουμε απ’ τη ζωή μας, 5 χρόνια ειδικότητας μόνο δίνουμε σ’ αυτό το σύστημα. Φοβάμαι για τις στολές που είναι τόσο ζεστές που στάζεις ολόκληρος από τον ιδρώτα, για τα χίλια πλυσίματα με αντισηπτικό που ανοίγει κανονικές πληγές στα χέρια, για τα σημάδια της μάσκας στο πρόσωπο, για την ημικρανία μου που θα επανέλθει δριμύτερη με αυτές τις συνθήκες, για το ότι δε θα έχεις την πολυτέλεια να πας ούτε τουαλέτα: κάθε στολή είναι πολύτιμη, δεν φτάνουν.

Κυρίως, φοβάμαι το αντίκρυσμα του θανάτου. Κι ενώ τον έζησα πολλές φορές αυτά τα 5 χρόνια και κάπως συμφιλιώθηκα μαζί του, αυτή τη φορά με τρομάζει. Με τρομάζει η προθανάτια αγωνία, με τρομάζει η αγωνία για μία ανάσα, δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο μαρτυρικός θάνατος από την ασφυξία για μένα προσωπικά. Με τρομάζει το να πρέπει να επιλέξω. Κυρίως αυτό. Το να στερήσω, εγώ προσωπικά, με δική μου απόφαση και κριτήρια, τη ζωή ή τη μάχη για ζωή, σε έναν άνθρωπο. Ακούγονται εξωπραγματικά όλα αυτά; Για μας που ζούμε το σύστημα υγείας της χώρας μας εκ των έσω, ξέρουμε ότι οι αντοχές του ήταν ήδη οριακές, και ότι θα έρθει και αυτή η ώρα. Πολλές φορές κληθήκαμε να κρατήσουμε διασωληνωμένο ασθενή στο τμήμα, μέχρι να βρεθεί το πολύτιμο κρεβάτι στη ΜΕΘ. Αλλά ακόμη και τότε, που λειτουργήσαμε σαν εντατική, ενώ δεν ήμασταν, είχαμε προσφέρει στον ασθενή την επιλογή να παλέψει για τη ζωή του. Δεν υπάρχει, για μένα, μεγαλύτερη παρακμή και αποτυχία για μία πολιτισμένη χώρα, από το να μην μπορεί να διασφαλίσει την ακεραιότητα και την επιβίωση των κατοίκων της. Το στοιχειώδες: δικαίωμα στην υγεία και την περίθαλψη. Όλοι εμείς που υπηρετούμε στο ΕΣΥ, φροντίζαμε επί έτη να διασφαλίσουμε ότι οι δικοί σας άνθρωποι δε θα πεθάνουν σαν τα ζώα. Παλεύαμε, έναντι σε περικοπές προσωπικού και μισθών, κλείσιμο κρεβατιών ΜΕΘ, κλείσιμο νοσοκομείων, απολύσεις, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, μη μονιμοποιήσεις, φυγή 18.000 γιατρών στο εξωτερικό. Κάναμε 8 και 10 εφημερίες το μήνα, παράνομα, χωρίς ρεπό την επόμενη ημέρα, πάλι παράνομα, λειτουργούσαμε επί 32 ώρες σαν τα ρομπότ, χωρίς δικαίωμα σε ύπνο ξεκούραση αρρώστια ή πένθος, σε ένα σύστημα απαξιωμένο από κυβερνήσεις, ασθενείς, συνοδούς, και όλη την ελληνική κοινωνία, γιατί έτσι είναι: suck it up, αν ήθελες μεγαλεία ας έβγαινες εξωτερικό, εδώ είναι Ελλάδα Μ.Κ. (Μετά Κρίσεως). Δεχτήκαμε bullying, φωνές, απόπειρες χειροδικίας, για προβλήματα του συστήματος για τα οποία δεν ευθυνόμασταν, αλλά και πάλι, έτσι είναι, get over it: εδώ είναι Ελλάδα και είμαστε λαός με μεσογειακό θερμό ταμπεραμέντο, αν ήθελες (ψευτο)ευγένειες και (κρύους) τρόπους, ας πήγαινες εξωτερικό. Και τώρα, πάλι εμείς, οι ίδιοι χιλιοχρησιμοποιημένοι εξουθενωμένοι εμείς, θα κληθούμε να βάλουμε για εκατομμυριοστή φορά πλάτη σ’ αυτό το σύστημα, όπου μας έχουν πετάξει χωρίς όπλα. Σκάσε και κολύμπα. Και όλοι αυτοί που μας χειροκροτάνε στα μπαλκόνια, είναι οι ίδιοι που χθες μας έβριζαν και μας έλεγαν κοπελιές, τσουτσέκια και φακελωμένα γιατρουδάκια που αυτοί μας πληρώνουν, και είναι οι ίδιοι που όταν τελειώσει όλο αυτό, θα βροντάνε τις πόρτες του ΤΕΠ να ζητάνε τον λόγο επειδή εξετάζω πρώτα το εγκεφαλικό που ήρθε με ΕΚΑΒ και όχι την από έτους κεφαλαλγία τους: γιατί αυτοί μας πληρώνουν, θα πάρουμε και έκτακτο δώρο Πάσχα λέμε.

Και τέλος, φοβάμαι για μένα. Έκανα μεγάλο αγώνα με νύχια και με δόντια, για να ξεφύγω από μία φυλακή. Όλο αυτό με βρίσκει σε μία φάση που διψούσα για ζωή, κάθε μέρα ήμουν έξω, χαιρόμουν τη ζωή και τους ανθρώπους μου. Ετοίμαζα ταξίδια, πόστερ σε συνέδρια, courses. Μετά από χρόνια φυλακής και “μέσα”, ανακάλυψα ότι είμαι άνθρωπος του “έξω”. Μετακόμισα κέντρο πριν ένα χρόνο, βόλταρα καθημερινά, ήθελα να φάω και απλά έβγαινα να αγοράσω κάτι, ένιωθα μοναξιά κι απλά έβγαινα να ανακατευτώ μες στους ανθρώπους, να χαζέψω τις βιτρίνες, να νιώσω μέρος αυτού του κόσμου, ο απογευματινός καφές κανονιζόταν αυθόρμητα “εγώ δίπλα μένω, πες μου όταν ξεκινήσεις και σε 5′ είμαι εκεί”. Αποχαιρέτησα ανθρώπους, καλωσόρισα ανθρώπους, δοκίμασα πράγματα, διάβασα βιβλία, συνδέθηκα, μπήκα στο ποτάμι της ζωής και με παρέσυρε η ροή του. Μπήκα σε αεροπλάνο άπειρες φορές, ένιωσα την αδρεναλίνη της απογείωσης, το excitement της εξερεύνησης μίας νέας πόλης, θαύμασα τοπία και κτίρια και τέχνη και ανθρώπους, μύρισα τον ποταμό στη Λισαβόνα, έκλαψα στο τείχος του Βερολίνου και στο Μουσείο της Ακρόπολης, ξύπνησα 7 το χάραμα κοιτώντας τη Lago Maggiore μες στην ομίχλη, ένιωσα δέος στο Teatro Anatomico της Μπολόνια, σκίρτησε η καρδιά μου όταν τον είδα να με περιμένει στο Stazione Centrale του Μιλάνου, κι ας αποδείχτηκε λίγος, πολύ λίγος, δεν πειράζει, η απίστευτη δονούμενη ενέργεια του Μιλάνου και η αδιάκοπη βουή του με θεράπευσαν, δεν έπαθα τίποτα. Ζωή έπαθα. Κι επέζησα.

Γυρνάω μες στο σπίτι σαν την άδικη κατάρα, όλα μου τα σχέδια ακυρωμένα, όλη μου η ζωή ακυρωμένη, όλη μου η ζωή είναι στο “σημείο μηδέν”. Παλεύω να μην πάει στο μείον 100. Παλεύω να μην κάνω την αγαπημένη μου βουτιά προς τα μέσα, να μην ξανακλειστώ στον εαυτό μου, να μην αρχίσει πάλι να με βολεύει αυτή η συγκεκριμένη θέση στον καναπέ, που εδώ και μήνες μου φαινόταν άβολη. Καθώς ανοίγω την πόρτα να κυλιστεί στον ήλιο η χνουδωτή μου συγκάτοικος, βρίσκω μία πασχαλίτσα στο μπαλκόνι μου. Σημάδι ότι η ζωή αδιαφορεί, η φύση εξελίσσεται, ακολουθεί τους αιώνιους αδιάκοπους ρυθμούς της. Κάνει αυτό που ξέρει και αδιαφορεί. Ανθίζουν τα λουλούδια, κι αδιαφορούν αν στιβάζονται τα φέρετρα. Η φύση αδιαφορεί για τα μικρά και μεγάλα δράματα της ανθρωπότητας. Κοιτάζω τη θάλασσα απ το μπαλκόνι, ένα αέναο πέρα δώθε των κυμάτων, σκάνε αδιάκοπα στο ίδιο μέρος, στα ίδια βράχια, αδιαφορώντας. Ο ήλιος συνεχίζει να ανατέλλει και να δύει, η μόνη σταθερά μου τώρα είναι αυτή. Απ’ το μυαλό μου περνάει μία ανακουφιστική σκέψη: ό,τι κι αν γίνει, ο ήλιος θα συνεχίσει να βυθίζεται στη θάλασσα.