ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Πολιτική

Τακτικισμός, ανώτατο στάδιο της έλλειψης στρατηγικής

Πολλές κινήσεις το τελευταίο διάστημα, ιδίως από την πλευρά τής νέας κυβέρνησης της FYROM, δείχνουν ότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση στο διογκωμένο πρόβλημα της ονομασίας της πρώην γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας, γεγονός που θα επέφερε γενικότερη βελτίωση στις σχέσεις τής Αθήνας και των Σκοπίων και θα μετέβαλλε προς το θετικότερο την ατμόσφαιρα στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα στα δυτικά.
Από την εδώ πλευρά των συνόρων, επίσης, υπάρχει θετικότερη διάθεση. Δεν είναι μόνο ότι έχουν ενισχυθεί οι δυνάμεις που ανέκαθεν υποστήριζαν την ανάγκη να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση μέσα από διάλογο.

Είναι, επίσης, και το γεγονός ότι καμία πολιτική δύναμη δεν δείχνει τη διάθεση να διεγείρει μια φανατική αντιπαράθεση για το ζήτημα αυτό, αν υποθέταμε ότι υπάρχει εύφορο έδαφος προς σχετική εκμετάλλευση μέσα στο λαό.

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να ελπίζουμε ότι υπάρχουν αντικειμενικά οι συνθήκες για την αναζήτηση και την ανεύρεση μιας λύσης στο διαιωνιζόμενο πρόβλημα; Δεν θα ήταν αβάσιμο να το υποστηρίξουμε, αν δεν υπήρχε αυτή η επικίνδυνα παράδοξη τοποθέτηση της ηγεσίας της ΝΔ για το συγκεκριμένο ζήτημα. Με δυο λόγια, υποστηρίζει ότι, για να στηρίξει η αξιωματική αντιπολίτευση μια συγκεκριμένη λύση, δεν αρκεί να είναι η ίδια ως πολιτική δύναμη σύμφωνη με αυτή. Για να το πράξει, θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση να συμφωνούν γι’ αυτή τη λύση οι δύο κυβερνητικοί εταίροι, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Διαφορετικά, ισχυρίζεται η ηγεσία της ΝΔ, τίθεται θέμα δεδηλωμένης, η κυβέρνηση δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία στη Βουλή για να στηριχτεί και, συνεπώς, πάμε για εκλογές…

Τακτικισμοί και προφητείες

Το πρώτο πράγμα που σκέφτεται όποιος ακούει αυτό το συλλογισμό, είναι ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης επιχειρεί άλλη μια φορά να καταστήσει αυτοεκπληρούμενη την επισφαλή προφητεία του περί πρόωρων εκλογών. Όπως φαίνεται, καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι η χώρα βρίσκεται σε μια ανάλογη κατάσταση, όπως το 2014, λίγο πριν από την εκλογή νέου προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Και όπως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να συμπράξει σε μια εκλογή προέδρου από την υπάρχουσα Βουλή υποχρεώνοντας την κυβερνητική πλειοψηφία να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές, θεωρεί ότι βρίσκεται μπροστά στην ευκαιρία να ανταποδώσει το πλήγμα παρασύροντας και τα άλλα κομμάτια της αντιπολίτευσης σε μια παρόμοια στάση.

Πιστεύει, προφανώς, ότι είναι σε θέση να διεγείρει σε τέτοιο βαθμό την αντι-ΣΥΡΙΖΑ διάθεση, που θα βάλει σε δεύτερη και τρίτη μοίρα την πολιτική τοποθέτηση έναντι ενός σοβαρού ζητήματος εξωτερικής πολιτικής, και θα αναδείξει σαν κύριο θέμα την απαλλαγή από τη «χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης», την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων.

Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι πρόκειται για μια επιδίωξη θεμιτή και εφικτή. Τα ίδια δεν έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ; Όχι ακριβώς. Υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, που καθιστούν μη συγκρίσιμες τις δύο συμπεριφορές. Η σημαντικότερη διαφορά είναι ότι το έδαφος πάνω στο οποίο πραγματοποιήθηκε η αντιπαράθεση και η σύγκρουση, τότε ήταν ένα ζήτημα εσωτερικής πολιτικής, τώρα είναι ένα κρίσιμο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής, από την έκβαση του οποίου δεν εξαρτάται απλώς η εξέλιξη της εσωτερικής πολιτικής ζωής, αλλά και η εξέλιξη και το μέλλον των σχέσεων μας με τις γειτονικές χώρες και γενικότερα της κατάστασης στα Βαλκάνια. Δηλαδή, πρόκειται για ζητήματα με τα οποία δεν μπορεί να παίζει κανείς.

Με άλλα λόγια, η στάση που κάθε κόμμα, κάθε πολιτική δύναμη οφείλει να έχει απέναντι στο πρόβλημα της ονομασίας και των σχέσεων με τη γειτονική μας χώρα, δεν μπορεί να εξαρτάται από ζητήματα ελάσσονος σημασίας, που αφορούν την εσωτερική πολιτική σκηνή, πολύ περισσότερο να καθίστανται αυτά κριτήριο για τη διαμόρφωση της θέσης των κομμάτων απέναντι σε ένα κρίσιμο ζήτημα όπως το συγκεκριμένο.

Φώναζε για να κρυφτείς

Δικαιολογημένα από την πλευρά τής κυβέρνησης διατυπώθηκε το αίτημα να αποσαφηνίσει πρώτα απ’ όλα η ΝΔ τη θέση της όσον αφορά την ονομασία και τις σχέσεις μας με την πρώην γκουγκοσλαβική δημοκρατία. Το οφείλει αυτό τόσο στους οπαδούς της και τους αντιπάλους της, όσο και στον ελληνικό αλλά και τον γειτονικό λαό. Πολύ περισσότερο που ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι η στάση αυτή της ηγεσίας της ΝΔ δεν είναι μόνο ένας τακτικισμός, αλλά αποσκοπεί και στην κάλυψη ενός εσωτερικού προβλήματός της, δηλαδή της διαφοράς απόψεων ως προς τη στάση που οφείλει να κρατήσει η αξιωματική αντιπολίτευση, όταν θα κληθεί να τοποθετηθεί.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το κόμμα αυτό που σήμερα έχει αντιπρόεδρο έναν ακραίο δεξιό εθνικιστή εκφραστή μιας ισχυρής τάσης στο εσωτερικό της ΝΔ (που γίνεται ακόμη ισχυρότερη, αν συνυπολογιστεί με τους οπαδούς τής τάσης Σαμαρά), αυτό λοιπόν το κόμμα είχε πριν από χρόνια εκφραστεί με τον πιο ευέλικτο τρόπο για το ζήτημα της ονομασίας επί προεδρίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Εκείνου του Μητσοτάκη, που τολμούσε να διατυπώσει με σαφήνεια την άποψή του για ένα όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό για τη FYROM. Να υποθέσουμε ότι δεν έχει μείνει πια κανείς οπαδός αυτής της άποψης στη σημερινή ΝΔ, ούτε ο γιος του;

Να επερωτηθούν όλοι

Το ζήτημα αυτό, όμως, δεν είναι ζήτημα που αφορά μόνο την κυβέρνηση και τη ΝΔ. Πρώτα απ’ όλα αφορά όλα τα κόμματα και τις κινήσεις της αριστεράς, αρχής γενομένης από το ΚΚΕ, που οφείλουν να λάβουν θέση ξεκάθαρη και να κρίνουν, όπως θα κρίνουν, τη στάση της ΝΔ. Θα συνταχθούν πίσω από την τακτικιστική φυγομαχία της ή θα διατυπώσουν την αντίθεσή τους μ’ αυτή εκφράζοντας μια θέση αρχής, η οποία σήμερα θα βοηθούσε στη επίλυση ενός προβλήματος που χρονίζει επικίνδυνα;

Όσο για την κυβέρνηση, που η συνοχή της δεν αποκλείεται να δοκιμαστεί αν δεν χειριστεί με προσοχή και διορατικότητα το ζήτημα, δεν πρέπει με κανένα τρόπο να θεωρήσει ότι μπορεί να λυθεί, με τον αυτόματο πιλότο ή με επικοινωνιακές μάχες μόνο. Οφείλει να πάρει τις απαραίτητες πολιτικές πρωτοβουλίες, ώστε να θέσει τους πάντες μπροστά στις ευθύνες τους.

Μέχρι στιγμής, τόσο οι τοποθετήσεις του μεγάρου Μαξίμου όσο και τον υπουργό Εξωτερικών είναι ικανοποιητικές: δεν μπορεί ένα ζήτημα όπως αυτό να αντιμετωπίζεται ούτε σαν θέμα κομματικής πειθαρχίας ούτε σαν θέμα ψήφου εμπιστοσύνης. Πολύ περισσότερο σαν πρόσχημα για πρόκληση (μικρο)πολιτικών εξελίξεων. Δεν αρκούν όμως.

Χρειάζεται με σαφή τρόπο τις επόμενες μέρες να επερωτηθούν όλοι για τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται να τοποθετηθούν την κρίσιμη στιγμή: σαν μοιραίοι τακτικιστές ή σαν πολιτικοί με αίσθημα ιστορικής ευθύνης και με αρχές;